εκκαμίνευση

εκκαμίνευση
[-ις (-εως)] η тех плавка, выплавка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκκαμίνευση" в других словарях:

  • εκκαμίνευση — η θέρμανση ορυκτών σε καμίνι για λήψη στερεών ή υγρών παραγώγων …   Dictionary of Greek

  • εκκαμινευτής — ο εργάτης που κάνει εκκαμίνευση …   Dictionary of Greek

  • εκκαμινεύω — κάνω εκκαμίνευση, θερμαίνω μετάλλευμα ή ορυκτό μέσα σε καμίνι …   Dictionary of Greek

  • πλινθίο — το / πλινθίον, ΝΑ [πλίνθος] (με υποκορ. σημ.) μικρή πλίνθος νεοελλ. 1. αρχιτ. τετράγωνη πλάκα πάνω στην οποία στηρίζεται κολόνα ή στήλη 2. πλίνθάνθρακας, μπρικέτα 3. ξύλο με το οποίο πλάθουν πλίνθους, φόρμα, καλούπι 4. (μεταλργ.) τύπος μέσα στον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»